θυμικῶς

θυμικῶς
θῡμικῶς , θυμικός
high-spirited
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυμικός — ή, ό (Α θυμικός, ή, όν) [θυμός] το ουδ. ως ουσ. το θυμικό(ν) το θυμοειδές*, κατά την πλατωνική φιλοσοφία νεοελλ. 1. (ψυχολ.) το σύνολο τών αψιθυμιών, τών συγκινήσεων, τών συναισθημάτων, τών παθών και τών διαθέσεων τού ατόμου 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”